Ρέι, Μαν

Ρέι, Μαν
(Ray, Φιλαδέλφεια 1890 – Παρίσι 1976). Αμερικάνος ζωγράφος, γλύπτης, φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Σπούδασε αρχιτέκτονας και μηχανικός στη Νέα Υόρκη, όπου παρακολούθησε και μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Σχεδίου. Εργάστηκε ως σχεδιαστής, αλλά η γνωριμία του με τον Τζόζεφ Στέλα το 1914 και ακόμα η φιλία του με τον Φρανσί Πικαμπιά (1879-1953) και τον Μαρσέλ Ντισάν (1887-1968) τον επηρέασαν και καθόρισαν την καλλιτεχνική του πορεία. Ντανταϊστής ο ίδιος, απέκτησε φήμη με μια σειρά έργων που ανάτρεπαν το παραδοσιακό και το συνηθισμένο της φόρμας, του χώρου και της τεχνικής. Επηρεασμένος από τον Σεζάν και τον κυβισμό, δημιούργησε αργότερα έργα πολύ πιο ελεύθερα και φανταστικά, που έφταναν τα όρια του αφηρημένου, όπως τον «Χορό» και τη σειρά «Περιστρεφόμενες πόρτες». Το 1920 παρουσίασε το έργο «Αίνιγμα του Ισιντόρ Ντικάς» που δείχνει μια μηχανή ραψίματος, οι γραμμές της οποίας, καλυμμένες από ένα σύρμα έχουν σχήμα ανθρώπινου σώματος. Το 1921 ο Ρ. εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου πήρε μέρος σε εκδηλώσεις ντανταϊστών αρχικά και σουρεαλιστών αργότερα. Ως φωτογράφος γίνεται ιδιαίτερα γνωστός με φωτογραφίες που έγιναν με την αποτύπωση αντικειμένων σε λεπτό χαρτί, και τις «ηλιοποιήσεις», φωτογραφίες που έγιναν εκθέτοντας στο φως ένα γυαλί. Το 1940 ο καλλιτέχνης επέστρεψε στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκε στο Χόλυγουντ, όπου ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο. Από το 1948-54 παρουσίασε τους πίνακες Σαιξπηρικές εξισώσεις. Τα έργα του τον καθιέρωσαν ως ιδιοφυΐα. Έργο του Αμερικανού Μαν Ρέι. Ζωγραφική (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός — Λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό πρωτοποριακό κίνημα του προηγούμενου αιώνα. Διακρίνεται από τα άλλα πρωτοποριακά κινήματα για την τάση να παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο σύστημα ιδεών και αρχών, η ουσία του οποίου δεν περιορίζεται μόνο στη λογοτεχνική …   Dictionary of Greek

  • ντανταϊσμός ή νταντά — Πρωτοποριακό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε ως ανταρσία εναντίον των πολιτιστικών και κοινωνικών συμβατικοτήτων και –λιγότερο ή περισσότερο κατηγορηματικά– εναντίον του πολέμου. Ο γαλλικός όρος dada παρμένος από την παιδική… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κολάζ — (γαλλ. collage). Όρος της ζωγραφικής που χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς για τα έργα των καλλιτεχνών οι οποίοι, αντί να μεταχειρίζονται μόνο χρώματα, επικολλούν ετερογενή υλικά σε μία επιφάνεια (φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα,… …   Dictionary of Greek

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • ποπ-αρτ — (pop art). Σύντμηση του popular art, που καθορίζει την καλλιτεχνική τάση, η οποία δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ λίγο πριν το 1955 από μια αναβίωση του ντανταϊσμού (από όπου προέρχεται και ο χρησιμοποιούμενος σε ορισμένες περιπτώσεις όρος «νεο νταντά»).… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • Ρίχτερ, Χανς — (Richter, Βερολίνο 1888 – Λοκάρνο, Ελβετία 1976). Γερμανός ζωγράφος, σκηνοθέτης, και θεωρητικός του κινηματογράφου και ένας από τους μεγαλύτερους πειραματιστές κινηματογραφικής αισθητικής. Ξεκινώντας από ζωγραφικές εμπειρίες του αφηρημένου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”